ὑποδέδρομε
Look at other dictionaries:
ὑποδέδρομε — ὑποτρέχω run in under perf imperat act 2nd sg ὑποτρέχω run in under perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτρέχω — Α [τρέχω] 1. τρέχω σε χαμηλότερο επίπεδο από κάποιον άλλο ή τρέχω σκυφτά («ὁ δ ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων κύψας», Ομ. Ιλ.) 2. εκτείνομαι, απλώνομαι πιο κάτω («κοίλη δ ὑποδέδρομε βῆσσα», Ομ. Ύμν.) 3. τρέχοντας προλαβαίνω κάποιον («κακούργους… … Dictionary of Greek